τρισχίλιαι

τρισχίλιαι
τρισχ̱ίλιαι , τρισχίλιοι
Abh.Berl. Akad.
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τρισχίλιοι — ες, α / τρισχίλιοι, αι, α, ΝΜΑ, και τ. εν. τρισχίλιος, ία, ον, Α τρεις φορές χίλιοι, τρεις χιλιάδες («τρισχίλιαι ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο», Ομ. Ιλ.) μσν. αρχ. (στον εν. με περιλπτ. σημ.) τρισχίλιος, ία, ον τρεις χιλιάδες (α. τρισχιλίαν… …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”